- μικροδουλειά
- η1. μικρή εργασία, ασήμαντη δουλειά2. υπόθεση ή επιχείρηση ανάξια λόγου, μικρής σημασίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μικροδουλειά — η ασήμαντη, ανάξια λόγου δουλειά: Προσέλαβε ένα παιδί για τις μικροδουλειές του μαγαζιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek